υποκρίσιμος

υποκρίσιμος
-η, -ο, Ν
1. (φυσ.-τεχνολ.) (για μέσο ή για σύστημα) αυτός τού οποίου η σύσταση ή οι διαστάσεις είναι τέτοιες ώστε να πραγματοποιείται μια αλυσιδωτή αντίδραση σχάσεων φθίνοντος ρυθμού
2. φυσ. (για ρευστή κατάσταση) αυτός τού οποίου η θερμοκρασία και η πίεση έχουν τιμές μικρότερες τών κρίσιμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypocritic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”